χαζόβλακας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαζόβλακας οι χαζόβλακες
      γενική του χαζόβλακα των χαζόβλακων
    αιτιατική τον χαζόβλακα τους χαζόβλακες
     κλητική χαζόβλακα χαζόβλακες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαζόβλακας < χαζό- + βλάκας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαζόβλακας αρσενικό (προφορικό)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]