χαραμάδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαραμάδος οι χαραμάδοι
      γενική του χαραμάδου των χαραμάδων
    αιτιατική τον χαραμάδο τους χαραμάδους
     κλητική χαραμάδε χαραμάδοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαραμάδος < εβραϊκή חרם (kherem)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαραμάδος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]