χατίρι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χατίρι | τα | χατίρια |
γενική | του | χατιριού | των | χατιριών |
αιτιατική | το | χατίρι | τα | χατίρια |
κλητική | χατίρι | χατίρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χατίρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική hatır "χάρη" < αραβική خاطر (χātir)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χατίρι ουδέτερο
- χάρη
- ※ Τέλος, δε χαλούσε χατίρι σε κανέναν, εξυπηρετούσε όχι μόνο το χωριό αλλά και τα γυροχώριουλα, και το τεφτέρι του ήτανε συνεχώς γεμάτο βερεσέδια. (Το χαρκιδιό: Ένας παραδοσιακός θησαυρός του Εμμανουήλ Φωτάκη, neakriti.gr, 21/09/2020 )
- μεροληπτική συμπεριφορά
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)