χειρομορφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χειρομορφία < χειρο- + -μορφία (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική chirality)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χειρομορφία θηλυκό
- (χημεία, φυσική, μαθηματικά) η ιδιότητα ορισμένων αντικειμένων ή μορίων να μην είναι ταυτόσημα με το κατοπτρικό τους είδωλο, δηλαδή να μην μπορούν να επικαλυφθούν πλήρως με το είδωλό τους στον καθρέφτη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χειρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μορφία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)