χιονομπαλιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιονομπαλιά οι χιονομπαλιές
      γενική της χιονομπαλιάς των χιονομπαλιών
    αιτιατική τη χιονομπαλιά τις χιονομπαλιές
     κλητική χιονομπαλιά χιονομπαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χιονομπαλιά < χιονο- + μπαλιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χιονομπαλιά θηλυκό

  • (προφορικό) το ρίξιμο μιας χιονόμπαλας
    ※  Πού και πού ξεστράτιζε τάχα κάποια χιονομπαλιά τους κι έπεφτε πάνω στη Μαρίνα, που στεκόταν πιο κει και διαμαρτύρονταν «εγώ δεν παίζω, βρε!» (Βούλα Μάστορη, Φι-Γάμα-Πι, Εκδ. Πατάκη, 2013 [1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]