χονδροποιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χονδροποιός < χονδροποιῶ της καθαρεύουσας
Επίθετο[επεξεργασία]
χονδροποιός αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) που συμβάλλει στη διαδικασία της χονδροποίησης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χονδροποιός αρσενικό
- (παρωχημένο) μηχάνημα με το οποίο μετέβαλλαν σε κόκκους (χόνδρους όπως τους έλεγαν) την πυρίτιδα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- χόνδρος
- χονδροποίηση (στάδιο στη ζωή του εμβρύου)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χονδροποιός
|