χονδροποιός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χονδροποιός οι χονδροποιοί
      γενική του χονδροποιού των χονδροποιών
    αιτιατική τον χονδροποιό τους χονδροποιούς
     κλητική χονδροποιέ χονδροποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χονδροποιός < χονδροποιῶ της καθαρεύουσας

Επίθετο[επεξεργασία]

χονδροποιός αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χονδροποιός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]