Μετάβαση στο περιεχόμενο

χουζουρλής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χουζουρλής οι χουζουρλήδες
      γενική του χουζουρλή των χουζουρλήδων
    αιτιατική τον χουζουρλή τους χουζουρλήδες
     κλητική χουζουρλή χουζουρλήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χουζουρλής < τουρκική huzurlu < huzur (χουζούρι)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χουζουρλής αρσενικό (θηλυκό: χουζουρλού)

  • αυτός που του αρέσει ή έχει τώρα διάθεση για χουζούρεμα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]