Μετάβαση στο περιεχόμενο

χουζουρλού

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χουζουρλού οι χουζουρλούδες
      γενική της χουζουρλούς των χουζουρλούδων
    αιτιατική τη χουζουρλού τις χουζουρλούδες
     κλητική χουζουρλού χουζουρλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χουζουρλού < χουζουρλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /xu.zuɾˈlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χουζουρλού

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χουζουρλού θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χουζουρλής