ψέφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ψέφος τὰ ψέφη - ψέφε
      γενική τοῦ ψέφους - ψέφεος τῶν ψεφῶν - ψεφέων
      δοτική τῷ ψέφει - ψέφεῐ̈ τοῖς ψέφεσ(ν)
    αιτιατική τὸ ψέφος τὰ ψέφη - ψέφεα
     κλητική ! ψέφος ψέφη - ψέφεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψέφει - ψέφεε
γεν-δοτ τοῖν  ψεφοῖν - ψεφέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψέφος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψέφος, -εος/-ους ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]