ψαρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψαρώνω < ψάρι (στρατιωτική αργκό: νέος, νεοσύλλεκτος) + κατάληξη -ώνω

ψαρώνω

  1. (αργκό, αμετάβατο) τα χάνω, σαστίζω, νιώθω αμήχανος και φοβισμένος, ιδιαίτερα απέναντι σε κάποιον ανώτερο ιεραρχικά ή γενικά ισχυρότερο
    είδε το λοχία και ψάρωσε
  2. (αργκό, μεταβατικό) κάνω κάποιον να σαστίσει, να τα χάσει
    έχει τον τρόπο να ψαρώνει τα νεούδια με ένα βλέμμα
  3. (αργκό, αμετάβατο) την πατάω, πιάνομαι κορόιδο, ξεγελιέμαι
    μου έκανε πλάκα κι εγώ ψάρωσα
  4. (αργκό, μεταβατικό) πιάνω κάποιον κορόιδο, ξεγελώ
    σε ψάρωσε έτσι εύκολα;

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]