ψιλομαλάκας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψιλομαλάκας οι ψιλομαλάκες
      γενική του ψιλομαλάκα των ψιλομαλάκων
    αιτιατική τον ψιλομαλάκα τους ψιλομαλάκες
     κλητική ψιλομαλάκα ψιλομαλάκες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψιλομαλάκας < ψιλο- + μαλάκας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψιλομαλάκας αρσενικό

  • (υβριστικό) λίγο μαλάκας
    ※  Παράλληλα θέλησα να προσφέρω ένα εγχειρίδιο κοινωνιολογικής ανάλυσης και προβληματισμού στον αναγνώστη που διψά για μάθηση. Πώς, π.χ., θα διακρίνει κάποιος τις -λεπτής απόχρωσης- ταξικές διαφορές ανάμεσα στον «αρχοντομαλάκα» και τον «λεβεντομαλάκα;» Χρειάζεται να δείξει κατανόηση για τον «ψιλομαλάκα» ή αυτό θα τον οδηγήσει να γίνει «χοντρομαλάκας»; (Στέφανος Τσιτσόπουλος, ΒΙΒΛΙΟ Μάρκος Λάμπρου Καστρινός: Μαλάκας Complete! Όλα για την πιο διάσημη ελληνική λέξη, τεύχος 782, athensvoice.gr, 28/04/2021 [1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]