ψωμοζήτουλας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψωμοζήτουλας | οι | ψωμοζήτουλες |
γενική | του | ψωμοζήτουλα | των | ψωμοζήτουλων |
αιτιατική | τον | ψωμοζήτουλα | τους | ψωμοζήτουλες |
κλητική | ψωμοζήτουλα | ψωμοζήτουλες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψωμοζήτουλας αρσενικό
- (λαϊκότροπο, μειωτικό) αυτός που ζητιανεύει για τον επιούσιο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψωμοζήτουλας
|