ωτοσκλήρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ωτοσκλήρωση | οι | ωτοσκληρώσεις |
γενική | της | ωτοσκλήρωσης* | των | ωτοσκληρώσεων |
αιτιατική | την | ωτοσκλήρωση | τις | ωτοσκληρώσεις |
κλητική | ωτοσκλήρωση | ωτοσκληρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ωτοσκληρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ωτοσκλήρωση < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική otosclérose < ωτο- < αρχαία ελληνική οὖς + sclérose < (ελληνιστική κοινή) σκλήρωσις / μορφολογικά αναλύεται ωτο- + σκλήρωση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ωτοσκλήρωση θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ωτοσκλήρυνση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ωτο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)