ωτοτοξικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωτοτοξικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωτοτοξικότητα ουδέτερο
- διαταραχή της ακοής, που προκαλείται από τις τοξικές παρενέργειες ορισμένων φαρμάκων, όπως οι αμινογλυκοσίδες και η κινίνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωτοτοξικότητα
|