ἀγνόησις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀγνόησῐς | αἱ | ἀγνοήσεις |
γενική | τῆς | ἀγνοήσεως | τῶν | ἀγνοήσεων |
δοτική | τῇ | ἀγνοήσει | ταῖς | ἀγνοήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἀγνόησῐν | τὰς | ἀγνοήσεις |
κλητική ὦ! | ἀγνόησῐ | ἀγνοήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγνοήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγνοησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀγνόησις < αρχαία ελληνική ἀγνοέω / ἀγνοῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀγνόησις θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀγνόησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)