ἀθεμιτουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀθεμιτουργίᾱ | αἱ | ἀθεμιτουργίαι |
γενική | τῆς | ἀθεμιτουργίᾱς | τῶν | ἀθεμιτουργιῶν |
δοτική | τῇ | ἀθεμιτουργίᾳ | ταῖς | ἀθεμιτουργίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀθεμιτουργίᾱν | τὰς | ἀθεμιτουργίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀθεμιτουργίᾱ | ἀθεμιτουργίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀθεμιτουργίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀθεμιτουργίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀθεμιτουργία < ἀθεμιτουργ(ός) + -ία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀθεμιτουργία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀθεμιτουργία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)