ὀλιγαιμία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ολιγαιμία

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀλιγαιμί αἱ ὀλιγαιμίαι
      γενική τῆς ὀλιγαιμίᾱς τῶν ὀλιγαιμιῶν
      δοτική τῇ ὀλιγαιμί ταῖς ὀλιγαιμίαις
    αιτιατική τὴν ὀλιγαιμίᾱν τὰς ὀλιγαιμίᾱς
     κλητική ! ὀλιγαιμί ὀλιγαιμίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀλιγαιμί
γεν-δοτ τοῖν  ὀλιγαιμίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὀλιγαιμία < ὀλίγαιμος < ὀλίγος + αἷμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὀλιγαιμία θηλυκό

Απόγονοι[επεξεργασία]

ὀλιγαιμία (αρχαία ελληνικά)

αγγλικά: oligaemia

Πηγές[επεξεργασία]