ὑπόληψις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑπόληψις αἱ ὑπολήψεις
      γενική τῆς ὑπολήψεως τῶν ὑπολήψεων
      δοτική τῇ ὑπολήψει ταῖς ὑπολήψεσι(ν)
    αιτιατική τὴν ὑπόληψιν τὰς ὑπολήψεις
     κλητική ! ὑπόληψι ὑπολήψεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑπόληψις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπόληψις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὑπόληψις θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]