ᾗσιν
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
[επεξεργασία]ᾗσιν
- (αναφορική αντωνυμία) επικός τύπος του αἷς, δοτική πληθυντικού, θηλυκού γένους (ἥ) του ὅς
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]η αναφορική αντωνυμία «ὅς» | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Σημειώνεται η προσωδία του α εκεί που είναι μακρό. | |||||||||
αριθμός | ενικός | πληθυντικός | δυϊκός | ||||||
γένη → πτώσεις ↓ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | τριγενές | θηλυκό (σπάνια) | |
ονομαστική | ὅς | ἥ | ὅ | οἵ | αἵ | ἅ | ὥ | ἅ (ᾱ) | |
γενική | οὗ ὅου (επικός) |
ἧς ἕης (επικός) |
οὗ | ὧν | οἷν | αἷν | |||
δοτική | ᾧ | ᾗ | ᾧ | οἷς, οἷσι(ν) | αἷς ᾗς (επικός) ᾗσι(ν) (επικός) |
οἷς, οἷσι(ν) | οἷν | αἷν | |
αιτιατική | ὅν | ἥν | ὅ | οὕς | ἅς (ᾱ) | ἅ | ὥ | ἅ (ᾱ) | |
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες |