οἷσιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
[επεξεργασία]οἷσιν
- (αναφορική αντωνυμία) δοτική πληθυντικού, αρσενικού ή ουδέτερου γένους του ὅς
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]η αναφορική αντωνυμία «ὅς» | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ενικός | πληθυντικός | δυϊκός | |||||||
↓ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | όλα τα γένη | θηλυκό (σπάνια) | |
ονομαστική | ὅς | ἥ | ὅ | οἵ | αἵ | ἅ | ὥ | (ᾱ) ἅ | |
γενική | οὗ | ἧς | οὗ | ὧν | οἷν | αἷν | |||
δοτική | ᾧ | ᾗ | ᾧ | οἷς / οἷσι(ν) | αἷς | οἷς / οἷσι(ν) | οἷν | αἷν | |
αιτιατική | ὅν | ἥν | ὅ | οὕς | ἅς (ᾱ) | ἅ | ὥ | (ᾱ) ἅ | |
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες | |||||||||
επική κλίση σημειώνονται οι διαφορετικοί τύποι | |||||||||
↓ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό & ουδέτερο | θηλυκό | |
ονομαστική | |||||||||
γενική | ὅου | ἕης | ὅου | ||||||
δοτική | ᾗς / ᾗσι(ν) | ||||||||
αιτιατική | |||||||||
Κατηγορία:Επικοί τύποι |