Blatt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | das Blatt | die Blätter |
γενική | des Blatts des Blattes |
der Blätter |
δοτική | dem Blatt | den Blättern |
αιτιατική | das Blatt | die Blätter |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Blatt (de) ουδέτερο
- το φύλλο
- ein Blatt Papier - ένα φύλλο χαρτί