Blatt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Blatt die Blätter
γενική des Blattes
Blatts
der Blätter
δοτική dem Blatt
Blatte
den Blättern
αιτιατική das Blatt die Blätter

Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Blatt (de) ουδέτερο

  • το φύλλο
    ein Blatt Papier - ένα φύλλο χαρτί


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Blatt αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]