Laden
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Laden | die Läden |
γενική | des Ladens | der Läden |
δοτική | dem Laden | den Läden |
αιτιατική | den Laden | die Läden |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Laden (de) αρσενικό