Laden
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά
(de)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
der
Laden
die
Läden
γενική
des
Laden
s
der
Läden
δοτική
dem
Laden
den
Läden
αιτιατική
den
Laden
die
Läden
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ΔΦΑ
: /
ˈlaːdn̩
/
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
Laden
(de)
αρσενικό
το
μαγαζί
, το
κατάστημα
το
παντζούρι
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά αρσενικά (γερμανικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
Γερμανική γλώσσα
Ουσιαστικά (γερμανικά)
Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
Κρυμμένη κατηγορία:
Pages that use Phonos
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Get shortened URL
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Brezhoneg
Čeština
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
한국어
Kurdî
Lëtzebuergesch
Malagasy
Nederlands
Polski
Русский
Sängö
Svenska
中文