Tischchen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Tischchen | die | Tischchen |
γενική | des | Tischchens | der | Tischchen |
δοτική | dem | Tischchen | den | Tischchen |
αιτιατική | das | Tischchen | die | Tischchen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Tischchen (de) ουδέτερο