Turc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | Turc | Turcs |
θηλυκό | Turque | Turques |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Turc (fr) αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- fort comme un Turc: πάρα πολύ δυνατός
- tête de Turc: αποδιοπομπαίος τράγος