Turc
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | Turc | Turcs |
θηλυκό | Turque | Turques |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Turc (fr) αρσενικό
- Lua error in Module:labels at line 89: attempt to index field '?' (a nil value). Τούρκος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- fort comme un Turc: πάρα πολύ δυνατός
- tête de Turc: αποδιοπομπαίος τράγος
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Turc < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Turc αρσενικό ή θηλυκό