Wäsche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Wäsche | die | Wäschen |
γενική | der | Wäsche | der | Wäschen |
δοτική | der | Wäsche | den | Wäschen |
αιτιατική | die | Wäsche | die | Wäschen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Wäsche (de) θηλυκό
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Wäsche < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Wäsche αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]