Weihnachtsmarkt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Weihnachtsmarkt | die | Weihnachtsmärkte |
γενική | des | Weihnachtsmarktes Weihnachtsmarkts |
der | Weihnachtsmärkte |
δοτική | dem | Weihnachtsmarkt Weihnachtsmarkte |
den | Weihnachtsmärkten |
αιτιατική | den | Weihnachtsmarkt | die | Weihnachtsmärkte |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Weihnachtsmarkt < Weihnacht(en) (Χριστούγεννα) + -s- + Markt (αγορά)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈvaɪ̯naxt͡sˌmaʁkt/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Weihnachtsmarkt (de) αρσενικό