Markt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Markt | die Märkte |
γενική | des Markts des Marktes |
der Märkte |
δοτική | dem Markt dem Markte |
den Märkten |
αιτιατική | den Markt | die Märkte |
Markt (de) αρσενικό