advanced
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | advanced |
συγκριτικός | further advanced / more advanced |
υπερθετικός | furthest advanced / most advanced |
advanced (en)
- προχωρημένος, προηγμένος, που έχει τις πιο σύγχρονες και πρόσφατα αναπτυγμένες ιδέες, μεθόδους κτλ.
- ⮡ advanced views/methods - προχωρημένες απόψεις/μέθοδοι
- ⮡ The most advanced groups of workers’ unions are implementing new forms of fighting.
- Οι πιο προχωρημένες ομάδες των εργατικών συνδικάτων εφαρμόζουν νέες μορφές αγώνα.
- ⮡ advanced technology/an advanced economy - προηγμένη τεχνολογία/οικονομία
- προχωρημένος, προκεχωρημένος, για ένα μάθημα που βρίσκεται σε υψηλό ή δύσκολο επίπεδο
- ⮡ books for advanced students - βιβλία για προχωρημένους μαθητές
- ⮡ English departments for beginners and advanced students/the advanced - τμήματα αγγλικών για αρχάριους και για προχωρημένους
- ⮡ She’s advanced in English.
- Είναι προχωρημένη στ' αγγλικά.
- ⮡ Cuba was the advanced outpost of communism due to its proximity to the USA.
- Η Κούβα αποτελούσε το προκεχωρημένο φυλάκιο του κομμουνισμού, λόγω της γειτνίασής της προς τις ΗΠΑ.
- ⮡ books for advanced students - βιβλία για προχωρημένους μαθητές
- προχωρημένος, σε όψιμο στάδιο ανάπτυξης
- ⮡ She died at an advanced age.
- Πέθανε σε προχωρημένη ηλικία.
- ⮡ He has cancer and unfortunately it’s advanced/at an advanced stage.
- Έχει καρκίνο, και δυστυχώς προχωρημένο.
- ⮡ She died at an advanced age.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]advanced (en)