προχωρημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προχωρημένος η προχωρημένη το προχωρημένο
      γενική του προχωρημένου της προχωρημένης του προχωρημένου
    αιτιατική τον προχωρημένο την προχωρημένη το προχωρημένο
     κλητική προχωρημένε προχωρημένη προχωρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προχωρημένοι οι προχωρημένες τα προχωρημένα
      γενική των προχωρημένων των προχωρημένων των προχωρημένων
    αιτιατική τους προχωρημένους τις προχωρημένες τα προχωρημένα
     κλητική προχωρημένοι προχωρημένες προχωρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προχωρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προχωρώ

Μετοχή[επεξεργασία]

προχωρημένος, -η, -ο

  1. που έχει προχωρήσει στην εκμάθηση μιας τέχνης, μιας γλώσσας κλπ· που έχει φτάσει σε ένα ικανοποιητικό σημείο γνώσης, έχει όμως περιθώρια να εξελιχθεί περισσότερο
    είναι αρκετά προχωρημένος στα γαλλικά, αλλά στα γερμανικά είναι ακόμα αρχάριος
  2. το αντικείμενο στου οποίου τη γνώση κάποιος έχει προοδεύσει
    τα αγγλικά του είναι αρκετά προχωρημένα
  3. που δεν είναι πια στα αρχικά του στάδια
    προχωρημένη άνοιξη, προχωρημένη σήψη
    • η ώρα είναι προχωρημένη: είναι πια αργά

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]