προχωρημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προχωρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προχωρώ
Μετοχή[επεξεργασία]
προχωρημένος, -η, -ο
- που έχει προχωρήσει στην εκμάθηση μιας τέχνης, μιας γλώσσας κλπ· που έχει φτάσει σε ένα ικανοποιητικό σημείο γνώσης, έχει όμως περιθώρια να εξελιχθεί περισσότερο
- είναι αρκετά προχωρημένος στα γαλλικά, αλλά στα γερμανικά είναι ακόμα αρχάριος
- το αντικείμενο στου οποίου τη γνώση κάποιος έχει προοδεύσει
- τα αγγλικά του είναι αρκετά προχωρημένα
- που δεν είναι πια στα αρχικά του στάδια
- προχωρημένη άνοιξη, προχωρημένη σήψη
- η ώρα είναι προχωρημένη: είναι πια αργά
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- αρχάριος (1)