προχωρημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προχωρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προχωράω / προχωρώ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pro.xo.riˈme.nos/
Μετοχή
[επεξεργασία]προχωρημένος, -η, -ο
- που έχει προχωρήσει στην εκμάθηση μιας τέχνης, μιας γλώσσας, ενός πεδίου μελέτης· που έχει φτάσει σε ένα ικανοποιητικό σημείο γνώσης, έχει όμως περιθώρια να εξελιχθεί περισσότερο
- το αντικείμενο στου οποίου τη γνώση κάποιος έχει προοδεύσει
- ⮡ Τα αγγλικά του είναι αρκετά προχωρημένα.
- και ουσιαστικοποιημένο:
- ⮡ Πάω στην τάξη των προχωρημένων. (εννοείται: μαθητών)
- που δεν είναι πια στα αρχικά του στάδια
- ⮡ προχωρημένη άνοιξη, προχωρημένη σήψη