ateista
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ateista (it) αρσενικό ή θηλυκό
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ateista (ca)
Ουγγρικά (hu)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ateista (hu)
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική (mianownik) | ateista | ateiści |
γενική (dopełniacz) | ateisty | ateistów |
δοτική (celownik) | ateiście | ateistom |
αιτιατική (biernik) | ateistę | ateistów |
οργανική (narzędnik) | ateistą | ateistami |
τοπική (miejscownik) | ateiście | ateistach |
κλητική (wołacz) | ateisto | ateiści |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ateista (pl) αρσενικό