aukcja
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aukcja | aukcje |
γενική | aukcji | aukcji(/aukcyj) |
δοτική | aukcji | aukcjom |
αιτιατική | aukcję | aukcje |
οργανική | aukcją | aukcjami |
τοπική | aukcji | aukcjach |
κλητική | aukcjo | aukcje |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- aukcja < (άμεσο δάνειο) γερμανική Auktion
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈawkt͡s̑ʲja/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aukcja (pl) θηλυκό