Μετάβαση στο περιεχόμενο

bomber

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
bomber bombers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bomber < bomb + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bomber (en)

  1. (αεροπορικός όρος, στρατιωτικός όρος) βομβαρδιστικό αεροπλάνο
     δείτε και τη λέξη water bomber
  2. ο βομβιστής
    suicide bomber - βομβιστής αυτοκτονίας

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

bomber (fr)

  1. φουσκώνω, κυρτώνω
  2. (οικείο) κάνω γρήγορα, γκαζώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]