bomber
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bomber | bombers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bomber (en)
- (αεροπορικός όρος, στρατιωτικός όρος) βομβαρδιστικό αεροπλάνο
- → δείτε και τη λέξη water bomber
- ο βομβιστής
- suicide bomber - βομβιστής αυτοκτονίας
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
bomber (fr)