bomber
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bomber (en)
- a suicide bomber - βομβιστής αυτοκτονίας
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
bomber (fr)