bum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

bum (en)

  1. κακός, που είναι χαμηλής ποιότητας
    ⮡  That's the third time he's given me bum advice about the stock market.
    Είναι η τρίτη φορά που μου έχει δώσει κακές συμβουλές για το χρηματιστήριο.
  2. δυσάρεστος, άσχημος (κυρίως για μαστούρα)
  3. χτυπημένος, για μέρος του σώματος που δεν λειτουργεί καλά, συνήθως λόγω παλιού τραυματισμού
    ⮡  I don't walk much anymore because of my bum leg.
    Δεν περπατάω πολύ πια εξαιτίας του χτυπημένου μου ποδιού.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bum bums

bum (en) (ανεπίσημο)

  1. (βρετανική σημασία) ο πισινός
    ⮡  He fell on his bum.
    Έπεσε με τον πισινό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη buttock
  2. (ειδικά αμερικανική σημασία) ο αλήτης, η αλήτισσα, άνθρωπος που δεν έχει σπίτι ή δουλειά και που ζητά χρήματα ή φαγητό από άλλους ανθρώπους
    ⮡  He roams around the streets like a bum.
    Γυρίζει στους δρόμους σαν αλήτης.
  3. ο αλήτης, η αλήτισσα, τεμπέλης που δεν κάνει τίποτα για άλλους ανθρώπους ή για την κοινωνία
    ⮡  If you associate with bums, you’ll end up becoming one yourself.
    Αν συναναστρέφεσαι με αλήτες θα καταλήξεις να γίνεις και συ τέτοιος.
ενεστώτας bum
γ΄ ενικό ενεστώτα bums
αόριστος bummed
παθητική μετοχή bummed
ενεργητική μετοχή bumming

bum (en)

  1. κάνω τράκα, τρακάρω
    ⮡  Can I bum a cigarette off you?
    Να σου κάνω τράκα/τρακάρω ένα τσιγάρο;
  2. λυπώ, απογοητεύω
    ⮡  This news bummed us out a lot.
    Μας λύπησε πολύ αυτή η είδηση.
    ⮡  I was bummed (out) that I didn’t meet him.
    Απογοητεύτηκα που δεν τον συνάντησα.

Παράγωγα

[επεξεργασία]