bum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

bum (en)

  • αλήτης, τσόγλανος
  • που είναι χαμηλής ποιότητας, κακός
    that's the third time he's given me bum advice about the stock market
    είναι η τρίτη φορά που μου έχει δώσει κακές συμβουλές για το χρηματιστήριο
  • δυσάρεστος, άσχημος (κυρίως για μαστούρα)
    I cannot do shrooms and alcohol together, I always have a bum trip
  • για μέρος του σώματος που δεν λειτουργεί καλά, συνήθως λόγω παλιού τραυματισμού, χτυπημένος
    I don't walk much anymore because of my bum leg
    δεν περπατάω πολύ πια εξαιτίας του χτυπημένου μου ποδιού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bum (en)


Ρήμα[επεξεργασία]

bum (en)

  1. κάνω τράκα
    Can I bum a cigarette off you?
    Να σου κάνω τράκα ένα τσιγάρο;
  2. τα κάνω κώ λο, τα κάνω θάλασσα-μαντάρα