burn out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

burn out < → δείτε τις λέξεις burn και out

Προφορά 1[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈbɜːn.aʊt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈbɝːn.aʊt/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

burn out (en) (μη μετρήσιμο)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Προφορά 2[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˌbɜːn ˈaʊt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˌbɝːn ˈaʊt/ (ΗΠΑ)
 

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας burn out
γ΄ ενικό ενεστώτα burns out
αόριστος burnt out, burned out
παθητική μετοχή burnt out, burned out
ενεργητική μετοχή burning out

burn out (en)

  1. (μεταβατικό)
    1. το να κάψω κάτι καταστρέφοντάς το
    2. το να εξαντλώ κάποιον με υπερβολική εργασία, υπερκόπωση
  2. (αμετάβατο)
    1. το να σβήσει κάτι τελείως λόγω έλλειψης καυσίμου
    2. το να εξαντλούμαι λόγω υπερβολικής εργασίας, υπερκόπωσης

Πηγές[επεξεργασία]