burn out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά 1
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]burn out (en) (μη μετρήσιμο)
- (ιδιωματισμός, σε άτομο) η κατάσταση της κούρασης λόγω υπερκόπωσης
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Προφορά 2
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌbɜːn ˈaʊt/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˌbɝːn ˈaʊt/ (ΗΠΑ)
- ⓘ
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | burn out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | burns out |
αόριστος | burnt out, burned out |
παθητική μετοχή | burnt out, burned out |
ενεργητική μετοχή | burning out |
burn out (en)
- (μεταβατικό)
- το να κάψω κάτι καταστρέφοντάς το
- το να εξαντλώ κάποιον με υπερβολική εργασία, υπερκόπωση
- (αμετάβατο)
- το να σβήσει κάτι τελείως λόγω έλλειψης καυσίμου
- το να εξαντλούμαι λόγω υπερβολικής εργασίας, υπερκόπωσης
Πηγές
[επεξεργασία]- burn out - Cambridge Dictionary online