Γερακάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Γερακάρι τα Γερακάρια
      γενική του Γερακαριού των Γερακαριών
    αιτιατική το Γερακάρι τα Γερακάρια
     κλητική Γερακάρι Γερακάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Γερακάρι < Γερακάριον (καθαρεύουσα, παλαιότερη ονομασία)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝe.ɾaˈka.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γε‐ρα‐κά‐ρι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Γερακάρι ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]