γερακαριώτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γερακαριώτικος < Γερακαριώτ(ης) + -ικος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʝe.ɾa.kaɾˈʝo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ρα‐κα‐ριώ‐τι‐κος
Επίθετο
[επεξεργασία]γερακαριώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με οικισμό με το όνομα Γερακάρι ή τους κατοίκους του
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γερακαριώτικος
|