Γρανάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γράνας

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γρανάς οι Γρανάδες
      γενική του Γρανά των Γρανάδων
    αιτιατική τον Γρανά τους Γρανάδες
     κλητική Γρανά Γρανάδες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Γρανάς < σλαβικής προέλευσης grana (όριο, διαχωριστική γραμμή)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣɾaˈnas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γρα‐νάς

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Γρανάς αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]