Δομοκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δομοκός οι Δομοκοί
      γενική του Δομοκού των Δομοκών
    αιτιατική τον Δομοκό τους Δομοκούς
     κλητική Δομοκέ Δομοκοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άποψη του Δομοκού.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δομοκός < αρχαία ελληνική Θαυμακός < Θαυμακία[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðo.moˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δο‐μο‐κός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δομοκός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]