Πευκόφυτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Πευκόφυτο | τα | Πευκόφυτα |
γενική | του | Πευκόφυτου & Πευκοφύτου |
των | Πευκόφυτων & Πευκοφύτων |
αιτιατική | το | Πευκόφυτο | τα | Πευκόφυτα |
κλητική | Πευκόφυτο | Πευκόφυτα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πευκόφυτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πευκόφυτος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pefˈko.fi.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πευ‐κό‐φυ‐το
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πευκόφυτο ουδέτερο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)