Πλατανιστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πλατανιστός οι Πλατανιστοί
      γενική του Πλατανιστού των Πλατανιστών
    αιτιατική τον Πλατανιστό τους Πλατανιστούς
     κλητική Πλατανιστέ Πλατανιστοί
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άποψη του Πλατανιστού

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πλατανιστός < πλάτανος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pla.ta.niˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πλα‐τα‐νι‐στός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πλατανιστός αρσενικό

  • χωριό της Εύβοιας
    ※  Μάιος του 1790. Στον Κάβο Ντόρο, ανοιχτά του χωριού Πλατανιστός, ανάμεσα στο νότιο άκρο της Εύβοιας και του ακρωτηρίου της Φάσας της βόρειας Άνδρου, παραπλέοντας τις ακτές και κάνοντας μανούβρες και τολμηρούς ελιγμούς, ο τρομερός Λάμπρος Κατσώνης, μάχεται ενάντια στον τούρκικο στόλο του Καπουδάν-Πασά και τον αλγερίνικο του Σαήτ-Πασά, που έσπευσε για βοήθεια των Τούρκων. (Τάσος Χαλάς, Μνήμες Καβοντορίτικες, Εν Άνδρω, 1 Δεκεμβρίου 2013)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]