εμβιομηχανική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμβιομηχανική οι εμβιομηχανικές
      γενική της εμβιομηχανικής των εμβιομηχανικών
    αιτιατική την εμβιομηχανική τις εμβιομηχανικές
     κλητική εμβιομηχανική εμβιομηχανικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμβιομηχανική < έμβι(ος) + -ο- + μηχανική

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eɱ.vi.o.mi.xa.niˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμ‐βι‐ο‐μη‐χα‐νι‐κή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εμβιομηχανική θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr