καραγκιόζης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καραγκιόζης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καραγκιόζης οι καραγκιόζηδες
      γενική του καραγκιόζη των καραγκιόζηδων
    αιτιατική τον καραγκιόζη τους καραγκιόζηδες
     κλητική καραγκιόζη καραγκιόζηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καραγκιόζης < Καραγκιόζης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.ɾaˈɟo.zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρα‐γκιό‐ζης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καραγκιόζης αρσενικό

  1. (ήρωας του θεάτρου σκιών) → δείτε τη λέξη Καραγκιόζης
  2. (μειωτικό) άνθρωπος γελοίος στην εμφάνιση ή τη συμπεριφορά
    ⮡  Τι θέλει αυτός ο καραγκιόζης;

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη Καραγκιόζης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]