κινηματική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κινηματική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κινηματικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική kinematics)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κινηματική θηλυκό
- (φυσική) άλλη μορφή του κινητική
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κινηματική
|