μεταβλητή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταβλητή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μεταβλητός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.ta.vliˈti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐βλη‐τή
- ομόηχο: μεταβλητοί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεταβλητή θηλυκό
- (μαθηματικά) η κυμαινόμενη τιμή
- (λογική) → δείτε τον όρο προτασιακή μεταβλητή
- (προγραμματισμός) ονοματισμένη η θέση στη μνήμη υπολογιστή όπου ένα πρόγραμμα μπορεί να αποθηκεύσει και να ανακαλέσει πληροφορίες, που περιέχονται σε αρχέγονους (primitive) ή σύνθετους τύπους δεδομένων (composite, compound)
Υπώνυμα
[επεξεργασία]πληροφορική:
πληροφορική (εμβέλεια):
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μεταβλητή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μεταβλητός
Πηγές
[επεξεργασία]- μεταβλητή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- μεταβλητός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μεταβλητή
- (ελληνιστική κοινή) ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μεταβλητός
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)