πριονοκορδέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πριονοκορδέλα θηλυκό
- ξυλουργικό μηχάνημα, συνήθως ηλεκτρικό, που περιλαμβάνει μία συνεχόμενη πριονωτή κορδέλα, με την οποία κόβονται ξύλα
- (εργαλείο) η κορδέλα του παραπάνω μηχανήματος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
το μηχάνημα
η κορδέλα