μετωνυμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μετωνυμία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετωνυμία < (μετά) μετ- + -ωνυμία < ὄνυμα (όνομα)
παραδείγματα μετωνυμίας
Η πρωτεύουσα μιας χώρας αντί για την κυβέρνησή της:
Ο δημιουργός ή εφευρέτης αντί του έργου του, της εφεύρεσής του
Το περιέχον αντί του περιεχόμενου:
|
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μετωνυμία θηλυκό
- σχήμα λόγου όπου μία λέξη αντικαθίσταται με μία άλλη λέξη ή έκφραση που έχει διαφορετική αλλά σχετιζόμενη σημασία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Κατηγορία:Μετωνυμίες στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Μετωνυμίες (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- αντονομασία
- μεταφορά
- συνεκδοχή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωνυμία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σχήματα λόγου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)