Μετάβαση στο περιεχόμενο

embarrassing

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός embarrassing
συγκριτικός more embarrassing
υπερθετικός most embarrassing

Επίθετο

[επεξεργασία]

embarrassing (en)

  1. ντροπιαστικός, που κάνει κάποιον να νιώθει ντροπαλός, άβολος ή ντροπή
    παράδειγμα  What happened was really embarrassing.
    Αυτό που συνέβη ήταν πραγματικά ντροπιαστικό.
  2. ντροπιαστικός, εξευτελιστικός, που κάνει κάποιον να φαίνεται αδύναμος, ανόητος, ανέντιμος κτλ.
    παράδειγμα  The report is likely to prove highly embarrassing to the government.
    Η έκθεση είναι πιθανό να αποδειχθεί ιδιαίτερα ντροπιαστική για την κυβέρνηση.
    παράδειγμα  This EU ruling puts France in a very embarrassing position.
    Αυτή η απόφαση της ΕΕ βάζει τη Γαλλία σε μια πολύ ντροπιαστική θέση.
    παράδειγμα  an embarrassing defeat - μια εξευτελιστική ήττα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

embarrassing (en)