embarrassing
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| παραθετικά | |
| θετικός | embarrassing |
| συγκριτικός | more embarrassing |
| υπερθετικός | most embarrassing |
Επίθετο
[επεξεργασία]embarrassing (en)
- ντροπιαστικός, που κάνει κάποιον να νιώθει ντροπαλός, άβολος ή ντροπή
What happened was really embarrassing.
- Αυτό που συνέβη ήταν πραγματικά ντροπιαστικό.
- ντροπιαστικός, εξευτελιστικός, που κάνει κάποιον να φαίνεται αδύναμος, ανόητος, ανέντιμος κτλ.
The report is likely to prove highly embarrassing to the government.
- Η έκθεση είναι πιθανό να αποδειχθεί ιδιαίτερα ντροπιαστική για την κυβέρνηση.
This EU ruling puts France in a very embarrassing position.
- Αυτή η απόφαση της ΕΕ βάζει τη Γαλλία σε μια πολύ ντροπιαστική θέση.
an embarrassing defeat - μια εξευτελιστική ήττα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη humiliating
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]embarrassing (en)