embarrassing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | embarrassing |
συγκριτικός | more embarrassing |
υπερθετικός | most embarrassing |
Επίθετο[επεξεργασία]
embarrassing (en)
- εξευτελιστικός
- ↪ an embarrassing defeat - μια εξευτελιστική ήττα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη humiliating
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
embarrassing (en)