empire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: umpire

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
empire empires

Ετυμολογία [επεξεργασία]

empire < απώτατη αρχή, η λατινική imperium

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɛmpaɪ.ə/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ɛmˌpaɪɹ/ (αμερικανικό)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

empire (en)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • empire - Cambridge Dictionary online
  • empire - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • empire - Oxford Learner's Dictionaries



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
empire empires
empire < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική empire < (κληρονομημένο) λατινική imperium

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

empire (fr) αρσενικό

  1. (ιστορία) η αυτοκρατορία
    l'empire perse - η περσική αυτοκρατορία
  2. το κράτος, η επήρεια
    Il était sous l'empire de l'alcool.
    Βρισκόταν υπό την επήρεια του αλκοόλ (οινοπνεύματος).

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

empire: κλιτικός τύπος

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

empire (fr)

  1. α΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής & υποτακτικής ενεστώτα του empirer
  2. β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής του empirer

Πηγές[επεξεργασία]