erectus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]erectus (la), -a, -um
Κλίση
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | erectus | erecta | erectum | erectī | erectae | erecta |
γενική | erectī | erectae | erectī | erectōrum | erectārum | erectōrum |
δοτική | erectō | erectae | erectō | erectīs | erectīs | erectīs |
αιτιατική | erectum | erectam | erectum | erectōs | erectās | erecta |
κλητική | erecte | erecta | erectum | erectī | erectae | erecta |
αφαιρετική | erectō | erectā | erectō | erectīs | erectīs | erectīs |
Πηγές
[επεξεργασία]- erectus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.