establish
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
establish (en)
- καθιερώνω κάτι επίσημα ως θεσμό, καθιερώνομαι, επισημοποιώ
- ιδρύω, εγκαθιδρύω
- αποδεικνύω, επιβεβαιώνω, τεκμηριώνω